-
1 τινασσω
(aor. ἐτίναξα - pass. ἐτινάχθην)1) потрясать, размахивать(αἰγίδα Hom.; λόγχας Soph.; λαμπάδας Arph.; med. δούρατος ἀκμάς Theocr.; τοῖς ὅπλοις Plut.)
τ. γαῖαν Hom. — колебать землю;τινάσσεσθαι πτερά Hom. — махать крыльями, парить2) ворошить, разбрасывать(θημῶνα ἠΐων Hom.)
χειρὴ ἑανοῦ ἐτίναξε λαβοῦσα Hom. — (Афродита) взяла (Елену) рукой за платье и потянула ( чтобы заставить обернуться)3) бряцать, перебирать(νεῦρα κιθάρας Anth.)
4) толкать, опрокидывать(θρόνον ποσί Hom.)
5) с размаха бросать, метать(ἀστεροπήν Hom.)
-
2 τινάσσω
Aἐτίναξα Il.20.57
, Sapph.42, poet.τίναξα Pi.O.9.30
:—[voice] Med. (v. infr.):— [voice] Pass., [tense] fut. τινάξεται ([etym.] δια-) E.Ba. 587 (lyr.): [tense] aor.ἐτινάχθην Plu.Cim. 16
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ἐτίναχθεν Il.16.348
: 2 [tense] aor. part.τινᾰγείς Str.5.4.9
(s. v.l.): [tense] pf. [ per.] 3sg. indic.τετίνακται Hp.Flat.14
(v.l. τετάρακται); inf. τετινάχθαι ([etym.] δια-) Aesop.305:— shake or brandish a weapon,δύο δοῦρε τινάσσων Il.12.298
;ἔγχος 20.163
, Tyrt.11.25;φάσγανον Il.22.311
;ἀστεροπήν 13.243
;αἰγίδα 17.595
;ἐν χεροῖν πύρπνουν βέλος A.Pr. 917
; (lyr.);λαμπάδας ἐν χερσί Ar.Ra. 340
(lyr.), cf. 328 (lyr.):—[voice] Med.,ἐτινάξατο δούρατος ἀκμάς Theoc.22.185
.2 generally, shake, γαῖαν, of Poseidon, Il.20.57; ἑανοῦ ἐτίναξε λαβοῦσα shook her by the robe (to make her attend), 3.385; ποσὶ θρόνον λακτίζων ἐτίνασσε upset it, Od.22.88; ὡς δ' ἄνεμος.. θημῶνα τ. scatters, 5.368; νεῦρα (sc. κιθάρας) τ. make the strings quiver, by striking them, AP9.584.9; τὴν ἐσθῆτα συνεχῶς τ. (to air it) Gal.17(1).652: metaph.,Ἔρος ἐτίναξέ μοι φρένας Sapph.
l.c.: abs., shake fruit from trees, PFay.102.1 (ii A.D.):—[voice] Pass.,ῥάβδῳ τινάσσεται τὸ μελάνθιον LXX Is.28.27
:—[voice] Med., τιναξάσθην πτερά they shook their wings, Od.2.151 (soτινάσσονται πτερύγεσσιν Arat.971
;τιναξαμένου τοῖς ὅπλοις Plu.Alex.63
, cf. Dio39):—[voice] Pass.,πήληξ τινάσσετο Il.15.609
; πεδόθεν τινάσσετο μακρὸς Ὄλυμπος shook or quaked, Hes.Th. 680; φόβῳ ἐτίναχθεν ἀϋτῆς quaked with fear, A.R.4.641.-- poet. Verb, used by Hp.l.c. (s. v.l.), Arist.Mu. 397a28, Plu. (v. supr.), Sor.1.46, Philostr.VA4.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τινάσσω
См. также в других словарях:
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek